- Διόδοτος
- Δῑόδοτος father of Strepsiades, who was the uncle of the Theban Strepsiades, an Isthmian victor.1
τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ I. 7.31
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ I. 7.31
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Διόδοτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδοτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Δ. ο Ερυθραίος (4ος αι. π.Χ.). Ένας από τους συντάκτες των Εφημερίδων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Εφημερίδες αυτές περιείχαν λεπτομερή έκθεση της ιδιωτικής ζωής και των πράξεων του Μακεδόνα στρατηλάτη,… … Dictionary of Greek
διόδοτον — Διόδοτος masc/fem acc sg Διόδοτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοδότοιο — Διόδοτος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοδότοιο — Διόδοτος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοδότου — Διόδοτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοδότου — Διόδοτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοδότους — Διόδοτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοδότους — Διόδοτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοδότων — Διόδοτος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)